Δείτε επίσης: ζαμπέτι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαμπέτιν < (άμεσο δάνειο) αραβική الزباد (zabād, μοσχογαλή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαμπέτιν ουδέτερο

  • είδος αρώματος από το ζώο μοσχογαλή
    ※  πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 224 (στίχοι 221-226) @georgakas.lit.auth.gr
    «Ἔστεκα εἰς τὴν πόρτα σου, τὰ δυό σου μῆλα θώρουν,
    ἐλάμπασιν τὰ μέλη σου, τὰ πάντερπνά σου κάλλη·
    τὸν μόσχον καὶ τὸν ξυλαλᾶν μυρίζει ἡ ἐλικιά σου,
    ῥόδα γέμουν τὰ χείλη σου, τὰ φρύδια σου ζαμπέτιν,
    καὶ ἡ γλῶσσα σου ἡ γλυκόλαλος ζάχαριν μὲ τὸ μέλιν·
    τὴν ἡδονήν σου ἐχόρτασα κ’ ἐσὲν στερεύγομαί σε.»

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία