ζαΐμης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαΐμης | οι | ζαΐμηδες |
γενική | του | ζαΐμη | των | ζαΐμηδων |
αιτιατική | τον | ζαΐμη | τους | ζαΐμηδες |
κλητική | ζαΐμη | ζαΐμηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαΐμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zaim + -ης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaˈi.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐ΐ‐μης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαΐμης αρσενικό
- (ιστορία, επάγγελμα, Τουρκοκρατία) κάτοχος ή επικαρπωτής κτημάτων, ο οποίος κατά τη διάρκεια πολέμου είχε την υποχρέωση να στείλει ιππείς στον σουλτάνο
Συγγενικά επεξεργασία
- Ζαΐμης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζαΐμης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας