Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζήτουλας οι ζήτουλες
      γενική του ζήτουλα των ζήτουλων
    αιτιατική τον ζήτουλα τους ζήτουλες
     κλητική ζήτουλα ζήτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζήτουλας < ζητώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζήτουλας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία