Δείτε επίσης: ζαβαλής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζάβαλης οι ζαβάληδες
      γενική του ζάβαλη των ζαβάληδων
    αιτιατική τον ζάβαλη τους ζαβάληδες
     κλητική ζάβαλη ζαβάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζάβαλης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زواللی‎ (zavallı) / زواللو‎ (zevallı)[1] (τουρκική zavalli με προφορά ˈzɑ.vɑɫ.ɫɯ) < αραβική زَوَال (zawāl, φθίνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈza.va.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζά‐βα‐λης
τονικό παρώνυμο: ζαβαλής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζάβαλης αρσενικό (θηλυκό ζαβάλισσα)

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) ταλαίπωρος, φουκαράς, κακομοίρης, δυστυχής
    ※  και μονάχοι φταίχτες οι τρεις παλιανθρώποι, που τονε κατατρέξανε το ζάβαλη ([μεταγραφή σε μονοτονικό])
    Κώστας Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτους, 1931.
  2. (παρωχημένο, θωπευτικό) στις ίδιες σημασίες, καημένος, άμοιρος, αξιολύπητος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1018 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).

  Πηγές επεξεργασία