εὐσέβεια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐσέβειᾰ | αἱ | εὐσέβειαι |
γενική | τῆς | εὐσεβείᾱς | τῶν | εὐσεβειῶν |
δοτική | τῇ | εὐσεβείᾳ | ταῖς | εὐσεβείαις |
αιτιατική | τὴν | εὐσέβειᾰν | τὰς | εὐσεβείᾱς |
κλητική ὦ! | εὐσέβειᾰ | εὐσέβειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐσεβείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐσεβείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εὐσέβεια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εὐσεβής
Πηγές επεξεργασία
- εὐσέβεια - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐσέβεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐσέβεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.