Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐπέταλος < εὖ + πέταλον

  Επίθετο επεξεργασία

εὐπέταλος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει όμορφα ή πλούσια πέταλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. είδος φυτού
  2. πολύτιμος λίθος