εὐκτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
γενική | τοῦ | εὐκτηρίου | τῶν | εὐκτηρίων |
δοτική | τῷ | εὐκτηρίῳ | τοῖς | εὐκτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
κλητική ὦ! | εὐκτήριον | εὐκτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐκτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐκτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εὐκτήριον ουδέτερο
- τόπος αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, παρεκκλήσι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εὐχή
- νέα ελληνική: κτήριο