Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εὐκρινέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εὐκρινέω
<
εὐκρινής
<
εὖ
+
κρίνω
<
πρωτοελληνική
*
kríňňō
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
kri-n-ye
- < *
krey
- (
κοσκινίζω
,
χωρίζω
,
διαιρώ
)
Ρήμα
επεξεργασία
εὐκρινέω
κρατώ
κάποιους ανθρώπους ή
πράγματα
σε σωστή
σειρά
, τα
ξεχωρίζω
παίρνω
σωστή
απόφαση
,
κρίνω
σωστά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εὐκρινῶ