εύλογος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύλογος | η | εύλογη | το | εύλογο |
γενική | του | εύλογου | της | εύλογης | του | εύλογου |
αιτιατική | τον | εύλογο | την | εύλογη | το | εύλογο |
κλητική | εύλογε | εύλογη | εύλογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύλογοι | οι | εύλογες | τα | εύλογα |
γενική | των | εύλογων | των | εύλογων | των | εύλογων |
αιτιατική | τους | εύλογους | τις | εύλογες | τα | εύλογα |
κλητική | εύλογοι | εύλογες | εύλογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔλογος < εὖ + -λογος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.vlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐λο‐γος
Επίθετο επεξεργασία
εύλογος, -η, -ο
- δικαιολογημένος
- ↪εύλογο ερώτημα
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
βλογ- ευλογ-
βλογ- ευλογ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
εύλογος
Πηγές επεξεργασία
- εύλογος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Λέξεις με *ευλογ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)