Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εχινόδερμο < εχινο- + δέρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εχινόδερμο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία