Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφημεριδοπωλείο τα εφημεριδοπωλεία
      γενική του εφημεριδοπωλείου των εφημεριδοπωλείων
    αιτιατική το εφημεριδοπωλείο τα εφημεριδοπωλεία
     κλητική εφημεριδοπωλείο εφημεριδοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφημεριδοπωλείο < εφημερίδα + -ο- + -πωλείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφημεριδοπωλείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία