Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφευρέτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εφευρέτρι
α
οι
εφευρέτρι
ες
γενική
της
εφευρέτρι
ας
των
εφευρετρι
ών
αιτιατική
την
εφευρέτρι
α
τις
εφευρέτρι
ες
κλητική
εφευρέτρι
α
εφευρέτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφευρέτρια
<
εφευρέτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφευρέτρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
εφευρέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφευρέτρια
γαλλικά
:
inventrice
(fr)