εφίστιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εφίστιος, α, ο
- αυτός που φέρεται μόνιμα επί του ιστού, στην κορυφή του ιστού.
- εφίστιος φανός, εφίστιος σταυρός, εφίστιος κρίνος κ.ά.
- εφιστία λόγχη, εφιστία ημισέληνος κ.ά.
- εφίστιο στέμμα, εφίστιο έμβλημα κ.ά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφίστιος
|