ευχαριστηθώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ευχαριστηθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευχαριστιέμαι
- θα ευχαριστηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευχαριστιέμαι
ευχαριστηθώ