ευφημιστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευφημιστικά < ευφημιστικός
Επίρρημα επεξεργασία
ευφημιστικά
- κατ’ ευφημισμόν, εξευμενιστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευφημιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευφημιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευφημιστικός