ευστοχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευστοχώ < ελληνιστική κοινή εὐστοχέω / εὐστοχῶ < αρχαία ελληνική εὔστοχος
Ρήμα επεξεργασία
ευστοχώ
- είμαι εύστοχος
- (κυριολεκτικά) πετυχαίνω κάποιον στόχο
- (μεταφορικά) επιτυγχάνω στον σκοπό μου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευστοχώ
|