Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρύτητα οι ευρύτητες
      γενική της ευρύτητας των ευρυτήτων
    αιτιατική την ευρύτητα τις ευρύτητες
     κλητική ευρύτητα ευρύτητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρύτητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐρύτης, από την αιτιατική εὐρύτητα < εὐρύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈvɾi.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ρύ‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρύτητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία