Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωκρίση οι ευρωκρίσεις
      γενική της ευρωκρίσης των ευρωκρίσεων
    αιτιατική την ευρωκρίση τις ευρωκρίσεις
     κλητική ευρωκρίση ευρωκρίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρωκρίση < ευρω- + κρίση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vɾoˈkɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ρω‐κρί‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωκρίση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr