ευρωκρίση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευρωκρίση | οι | ευρωκρίσεις |
γενική | της | ευρωκρίσης | των | ευρωκρίσεων |
αιτιατική | την | ευρωκρίση | τις | ευρωκρίσεις |
κλητική | ευρωκρίση | ευρωκρίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vɾoˈkɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ρω‐κρί‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρωκρίση θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) οικονομική κρίση που αφορά την Ευρωζώνη
- ※ Η πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου που βυθίζει τη χώρα σε βαθιά χρηματοοικονομική κρίση αλλά και η απειλή μιας δεύτερης ευρωκρίσης εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού στον γερμανικό τύπο. (Δήμητρα Κυρανούδη, Θα χρειαστεί η Τουρκία πακέτο βοήθειας τύπου ΔΝΤ;, dw.com, 10 Οκτωβρίου 2020)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρωκρίση
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr