ευπρεπώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευπρεπώς < αρχαία ελληνική εὐπρεπῶς < εὐπρεπής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ef.pɾeˈpos/
Επίρρημα επεξεργασία
ευπρεπώς
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευπρεπώς