ευνούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευνούχος | οι | ευνούχοι |
γενική | του | ευνούχου | των | ευνούχων |
αιτιατική | τον | ευνούχο | τους | ευνούχους |
κλητική | ευνούχε | ευνούχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευνούχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοῦχος[1] < εὐνή + -οῦχος (-ούχος) (< ἔχω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /evˈnu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νού‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευνούχος αρσενικό
- άντρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις κατά την προεφηβική ηλικία
- (ειδικότερα) άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού
Συνώνυμα επεξεργασία
και
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευνούχος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ευνούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας