Δείτε επίσης: εὐνοῦχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνούχος οι ευνούχοι
      γενική του ευνούχου των ευνούχων
    αιτιατική τον ευνούχο τους ευνούχους
     κλητική ευνούχε ευνούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευνούχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοῦχος[1] < εὐνή + -οῦχος (-ούχος) (< ἔχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /evˈnu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐νού‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευνούχος αρσενικό

  1. άντρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις κατά την προεφηβική ηλικία
  2. (ειδικότερα) άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού

Συνώνυμα επεξεργασία

και

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία