Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευνούχισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ευνούχισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ευνουχίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ευνουχίζω