Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευμετάβλητος η ευμετάβλητη το ευμετάβλητο
      γενική του ευμετάβλητου της ευμετάβλητης του ευμετάβλητου
    αιτιατική τον ευμετάβλητο την ευμετάβλητη το ευμετάβλητο
     κλητική ευμετάβλητε ευμετάβλητη ευμετάβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμετάβλητοι οι ευμετάβλητες τα ευμετάβλητα
      γενική των ευμετάβλητων των ευμετάβλητων των ευμετάβλητων
    αιτιατική τους ευμετάβλητους τις ευμετάβλητες τα ευμετάβλητα
     κλητική ευμετάβλητοι ευμετάβλητες ευμετάβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευμετάβλητος < αρχαία ελληνική εὐμετάβλητος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ev.meˈta.vli.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

ευμετάβλητος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία