ευμετάβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμετάβλητος < αρχαία ελληνική εὐμετάβλητος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ev.meˈta.vli.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ευμετάβλητος, -η, -ο
- που εύκολα μεταβάλλεται
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (ασταθής)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμετάβλητος