Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευθύμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ευθύμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ευθυμώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ευθυμώ