ευθυμήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ευθυμήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευθυμώ
- θα ευθυμήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευθυμώ
ευθυμήσουμε