ευζωνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευζωνάκι | τα | ευζωνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ευζωνάκι | τα | ευζωνάκια |
κλητική | ευζωνάκι | ευζωνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευζωνάκι < εύζωνος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευζωνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του εύζωνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευζωνάκι
|