ευεργετικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευεργετικότητα < ευεργετικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευεργετικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ευεργετικό(ς), η ιδιότητα του ευεργετικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευεργετικότητα
|