Δείτε επίσης: ἐτοῦτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      ετούτος      ετούτη      ετούτο
      γενική ετούτου ετούτης ετούτου
    αιτιατική ετούτο ετούτη ετούτο
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      ετούτοι      ετούτες      ετούτα
      γενική ετούτων ετούτων ετούτων
    αιτιατική ετούτους ετούτες ετούτα
     κλητική
Δείτε και «τούτος».
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετούτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐτοῦτος / τοῦτος με ανάπτυξη ε- κατά το εκείνος[1] < αρχαία ελληνική οὗτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈtu.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τού‐τος

  Αντωνυμία επεξεργασία

ετούτος, -η, -ο

  Αναφορές επεξεργασία