ετεροεπαγγελματίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ετεροεπαγγελματίας | οι | ετεροεπαγγελματίες |
γενική | του/της | ετεροεπαγγελματία | των | ετεροεπαγγελματιών |
αιτιατική | τον/την | ετεροεπαγγελματία | τους/τις | ετεροεπαγγελματίες |
κλητική | ετεροεπαγγελματία | ετεροεπαγγελματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροεπαγγελματίας < ετερο- + επαγγελματίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροεπαγγελματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που κάνει άλλο επάγγελμα απ' αυτό με το οποίο ασχολείται μια δεδομένη στιγμή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροεπαγγελματίας
|