Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετήσια εκτροπή < → δείτε τις λέξεις ετήσιος και εκτροπή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ετήσια εκτροπή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία