ετήσια εκτροπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ετήσια εκτροπή θηλυκό
- (αστρονομία): η αστρική εκτροπή που προκύπτει από την κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο κατ΄ έτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετήσια εκτροπή
|