Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσωτρόπιο τα εσωτρόπια
      γενική του εσωτροπίου
εσωτρόπιου
των εσωτροπίων
    αιτιατική το εσωτρόπιο τα εσωτρόπια
     κλητική εσωτρόπιο εσωτρόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσωτρόπιο < έσω + τρόπι(δα) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσωτρόπιο ουδέτερο

  1. (ναυπηγικός όρος): διαμήκης μόνιμη δοκός (ξύλινη ή μεταλλική} που τοποθετείται εσωτερικά πάνω από την τρόπιδα πλοίου ή σκάφους για περισσότερη ενίσχυση
    το εσωτρόπιο, ιδιαίτερα στα ξύλινα πλοία ή σκάφη τοποθετείται πάνω από τη δευτεροτρόπιδα και σε όλο το μήκος της

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία