εσωτερικοποιητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσωτερικοποιητής < εσωτερικοποιώ + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
εσωτερικοποιητής αρσενικό
- αυτός που εσωτερικοποιεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσωτερικοποιητής
|
εσωτερικοποιητής αρσενικό
|