ερχομός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερχομός | οι | ερχομοί |
γενική | του | ερχομού | των | ερχομών |
αιτιατική | τον | ερχομό | τους | ερχομούς |
κλητική | ερχομέ | ερχομοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερχομός < μεσαιωνική ελληνική ερχομός < αρχαία ελληνική ἔρχομαι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερχομός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του έρχομαι