Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ερτζιανά
      γενική των ερτζιανών
    αιτιατική τα ερτζιανά
     κλητική ερτζιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερτζιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ερτζιανός στον πληθυντικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.d͡zi.aˈna/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐τζι‐α‐νά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερτζιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ερτζιανά