ερπετό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ερπετό | τα | ερπετά |
γενική | του | ερπετού | των | ερπετών |
αιτιατική | το | ερπετό | τα | ερπετά |
κλητική | ερπετό | ερπετά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερπετό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρπετόν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɾ.pe'to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐πε‐τό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερπετό ουδέτερο
- (ζωολογία) ζώο της ομοταξίας τετράποδων σπονδυλωτών τα οποία κινούνται έρποντας, διότι τα μέλη τους έχουν ατροφήσει ή λείπουν, έχουν κυμαινόμενη θερμοκρασία σώματος, πνευμονική αναπνοή και δέρμα που καλύπτεται από λέπια
- η σαύρα είναι ερπετό
- (μεταφορικά, υβριστικά) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ερπετό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερπετό
|