ερημοσπίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾi.moˈspi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρη‐μο‐σπί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερημοσπίτης αρσενικό
- αυτός που δεν έχει κατορθώσει να φτιάξει ένα σπιτικό, στην έκφραση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερημοσπίτης
|