Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερίσουν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ερίσουν
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' πληθυντικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
ερίζω
θα ερίσουν
:
γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
ερίζω