Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ερίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερίζω
  2. θα ερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερίζω