Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ερίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερίζω
  3. θα ερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερίζω