ερίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαερίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερίζω
- θα ερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερίζω