Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επόπτευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επόπτευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εποπτεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εποπτεύω