Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επόμενο τα επόμενα
      γενική του επομένου
επόμενου
των επομένων
    αιτιατική το επόμενο τα επόμενα
     κλητική επόμενο επόμενα
Δείτε και την κλίση της μετοχής: επόμενος.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επόμενο < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής επόμενος < αρχαία ελληνική ἑπόμενον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpo.me.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επόμενο θηλυκό

  • αυτό που ακολουθεί (συχνά στον πληθυντικό)
    τα επόμενα θα καταδείξουν την αλήθεια των επιχειρημάτων μου

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

επόμενο

  1. αιτιατική ενικού του επόμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επόμενος