Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εποχιακά < εποχιακ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

εποχιακά

  • με εποχιακό τρόπο, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εποχιακά