εποπτεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εποπτεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εποπτεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εποπτεύω
- θα εποπτεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εποπτεύω