Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εποπτεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εποπτεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εποπτεύω
  3. θα εποπτεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εποπτεύω