Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιχωματισμός οι επιχωματισμοί
      γενική του επιχωματισμού των επιχωματισμών
    αιτιατική τον επιχωματισμό τους επιχωματισμούς
     κλητική επιχωματισμέ επιχωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιχωματισμός < επιχωματίζω + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.xo.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐χω‐μα‐τι‐σμός
παρώνυμο: επιχρωματισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιχωματισμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία