επιχρωματίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.xɾo.maˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐χρω‐μα‐τί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιχρωματίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επιχρωματίζω
Δείτε επίσης : ἐπιχρωματίζομαι |
επιχρωματίζομαι