επιχορηγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιχορηγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχορηγώ
- θα επιχορηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχορηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιχορηγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχορήγηση