επιχειρηματίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επιχειρηματίας | οι | επιχειρηματίες |
γενική | του/της | επιχειρηματία | των | επιχειρηματιών |
αιτιατική | τον/την | επιχειρηματία | τους/τις | επιχειρηματίες |
κλητική | επιχειρηματία | επιχειρηματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιχειρηματίας < αρχαία ελληνική ἐπιχείρημα, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entrepreneur
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1821
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιχειρηματίας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) το πρόσωπο που απασχολείται επαγγελματικά με την ίδρυση, τη λειτουργία και την ανάπτυξη επιχειρήσεων και, συνήθως, του ανήκουν ή είναι ο βασικός επενδυτής σε αυτές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιχειρηματίας