επιτροπικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτροπικώς < επιτροπικός
Επίρρημα επεξεργασία
επιτροπικώς
- με εντολή, με πληρεξουσιότητα, με εξουσιοδότηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτροπικώς
|
Πηγές επεξεργασία
- επιτροπικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)