Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιτροπεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτροπεύω
  2. θα επιτροπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτροπεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιτροπεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιτρόπευση