επιτρέποντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
επιτρέποντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιτρέπω
- ↪ Κάνουν τα στραβά μάτια, επιτρέποντας έτσι να διαιωνίζεται η διαφθορά.
- ↪ Άνοιξαν τελικά τις πύλες, επιτρέποντας την είσοδο σε όλους.