επιτιμητικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
επιτιμητικώς < επιτιμητικός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
επιτιμητικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του επιτιμητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτιμητικώς
|
επιτιμητικώς < επιτιμητικός + -ώς
επιτιμητικώς
|