επιστέγασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστέγασμα < επιστεγάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιστέγασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
- επιστέγασμα της σκληρής του δουλειάς ήταν να ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστέγασμα